μια κούπα (μεγάλες ιστορίες αγάπης μέρος 1ο)

Γύρισε μεσάνυχτα, μα στο άδειο σπίτι μόνο η κούπα της έστεκε πάνω στο μπρούτζινο τραπεζάκι. Εκεί την είχε τοποθετήσει το πρωί, όταν φιλοξένησε μέσα της τον καφέ της. Και τις πρωϊνές ελπίδες της. Θυμήθηκε που είχε διαβάσει σε ένα σκονισμένο λεύκωμα των παιδικών της χρόνων, πως η αγαπημένη φράση της Σύνθιας που καθόταν μπροστά της με τις ξανθιές κοτσίδες, ήταν "εμείς την σκοτώνουμε την ελπίδα, στο χέρι μας χαροπαλεύει". Της την είχε πει η γιαγιά της, σύμφωνα με τη Σύνθια, εκείνα τα βράδια που σκούπιζε τα δάκρυα της εγγονής της για αθώες ιστορίες. Καναπές και η γιαγιά της Σύνθιας.
Σαν σύννεφα σκέψης πέρασαν μπροστά απ'τα μάτια της Εστέλλας, το παρελθόν 24 χρόνων, όπως το παγωμένο νερό έπεφτε με μανία στο πρόσωπό της. Για να συνέλθει. Ακούμπησε το δέρμα της και τις αναμνήσεις της στη πετσέτα. Την γαλάζια με τις χρυσαφί λεπτομέρειες στις γωνίες, που της είχε χαρίσει. Για να "εξοπλίσουνε" τη φωλιά τους.
Νωχελικά βήματα σε ένα γκρί διάδρομο. Του είχε αλλάξει χρώμα. Είχαν στεγάσει ένταση αυτοί οι τοίχοι. Πάθος του ξημερώματος και ωμότητα γεμάτη συναίσθημα.Στο δωμάτιο τους, έβγαλε τα ρούχα της, όμοια όπως της τα έβγαζε εκείνος με μια μαγική κίνηση. Ανασήκωσε τη μύτη της λες και γέμισε ο χώρος με το άρωμα του. Έκλεισε τα μάτια της, στριφογυρίζοντας ερωτικά γύρω απ'τον εαυτό της. Κάπου στο αλάφιασμα της στιγμής όμως πνίγηκε και αντί για λόγια ακούστηκε ο βρόγχος της ψυχής της. Σαν να την έπνιξε η ατμόσφαιρα. Η ατμόσφαιρα της φανταστικής παρουσίας του. Ή της υπαρκτής απουσίας του.
Αποφάσισε να πρωτοτυπήσει. Εξάλλου τον τελευταίο καιρό την είχε αποκαλέσει και ρουτινιασμένη. Χρόνια είχε να κυκλοφορήσει γυμνή στο σπίτι. Επικίνδυνα ελεύθερη για τα μέτρα της. Κάθε βήμα της έμοιαζε σαν τον άρρωστο που επιστρέφει απ'το χρόνιο κώμα. Αδέξιο. Σέρβιρε τον εαυτό της ουίσκι. Τον αναπόλησε. Όχι ο,τι τον αφαίρεσε ποτέ απ'τη φαιά ουσία της. Αγκαλιασμένοι μπλέκανε τα πόδια τους στον κόκκινο καναπέ και συμφωνούσαν για το πόσο σεξουαλικό έκανε το ουίσκι μια γυναίκα. Τι ανόητος, είχε ξεχάσει πως εκείνη δεν ενδιαφερόταν για τη βιτρίνα. Το ήθελε σαν γεύση. Γι'αυτό γέμισε την πρωϊνή της κούπα μέχρι την κορυφή. "Δυνατό τσάϊ" αναφώνησε και το κατέβασε εφηβικά στον στεγνό λαιμό της.
Κουρνιάζει στους γνώριμους καναπέδες, απ'αυτούς που αντέχουν την θλίψη της. Ανάλαφρα και οξύμωρα αρπάζει το ασύρματο τηλέφωνο απ'το τραπεζάκι. Πληκτρολογεί έναν τυχαίο αριθμό στην οθόνη, με απόλυτη αβεβαιότητα. Πατάει το πράσινο κουμπί. Μια αντρική φωνή ακούστηκε απ'την γραμμή, να σχηματίζει νυσταγμένα ένα τυπικό "ορίστε".
  
-Συγχαρητήρια είστε ο αποψινός τυχερός που θα μάθει την ιστορία μου με τον Πιτ.
Με ένα χάζεψε ο κόσμος, ο άγνωστος έκλεισε το ακουστικό.
Η Εστέλλα όμως δεν σταμάτησε. "Τον Πιτ τον γνώρισα ένα απόγευμα στο..." και μετά από 24 λεπτά τελείωσε. Τόσο έδειξε το κοντέρ. Και τότε έπεσε η κούπα απ'τη σφιχτή παλάμη. Άδεια πια. Όπως και η ίδια. Η ελπίδα πέθανε. Απ'τα χέρια της. Για ακόμα ένα βράδυ χάθηκε στην δικιά της λυτρωτική, ανώνυμη εξομολόγηση. Το πρωϊ θα ζωντανέψει στην επόμενη κούπα. Πάλι απ'την αρχή. Μέχρι να της τελειώσουν οι κούπες απ'το ντουλάπι και να πρέπει να αντιμετωπίσει τον κόσμο. Σοφή γιαγιά της Σύνθιας.

Comments

  1. θεε μου τι υπέροχη ιδέα για εξομολόγηση. Για καθημερινή εξομολόγηση..
    *αγάπησα*

    ReplyDelete
  2. λυτρωτικά δικιά της*

    ReplyDelete

Post a Comment

Popular posts from this blog

#8

6 κλήσεις

πιθανότητες