μια κούπα (μεγάλες ιστορίες αγάπης μέρος 1ο)
Γύρισε μεσάνυχτα, μα στο άδειο σπίτι μόνο η κούπα της έστεκε πάνω στο μπρούτζινο τραπεζάκι. Εκεί την είχε τοποθετήσει το πρωί, όταν φιλοξένησε μέσα της τον καφέ της. Και τις πρωϊνές ελπίδες της. Θυμήθηκε που είχε διαβάσει σε ένα σκονισμένο λεύκωμα των παιδικών της χρόνων, πως η αγαπημένη φράση της Σύνθιας που καθόταν μπροστά της με τις ξανθιές κοτσίδες, ήταν " εμείς την σκοτώνουμε την ελπίδα, στο χέρι μας χαροπαλεύει ". Της την είχε πει η γιαγιά της, σύμφωνα με τη Σύνθια, εκείνα τα βράδια που σκούπιζε τα δάκρυα της εγγονής της για αθώες ιστορίες. Καναπές και η γιαγιά της Σύνθιας. Σαν σύννεφα σκέψης πέρασαν μπροστά απ'τα μάτια της Εστέλλας, το παρελθόν 24 χρόνων, όπως το παγωμένο νερό έπεφτε με μανία στο πρόσωπό της. Για να συνέλθει. Ακούμπησε το δέρμα της και τις αναμνήσεις της στη πετσέτα. Την γαλάζια με τις χρυσαφί λεπτομέρειες στις γωνίες, που της είχε χαρίσει. Για να "εξοπλίσουνε" τη φωλιά τους. Νωχελικά βήματα σε ένα γκρί διάδρομο. Του ε...
Μα πούλησε το μυαλό του κι αγόρασε το δικό σου; Πως; Έφτασαν;!
ReplyDeleteδεν έφτασαν...γι'αυτό με αγόρασε με δόσεις
ReplyDelete