Το χαμόγελο της, της στρογγύλευε το πρόσωπο. Τα μάτια της έστεκαν ορθάνοιχτα και τα μαλλιά της έμοιαζαν λες και έλαμπε το φεγγάρι πάνω τους. Αδέξιες κινήσεις, δειλό συνοφρύωμα φρυδιών, χαχάνισμα απ'το βάθος του λάρυγγα της. Ίσιωνε νευρικά το φόρεμα της κάθε φορά που κατάπινε έντονα για να καλύψει τον ήχο της. Όταν δεν απασχολούσε τα χέρια της στα ρούχα της, άλλοτε έσφιγγε τα μπράτσα της, άλλοτε έπαιζε με τα δάχτυλα της. Διακριτά δάγκωνε τα χείλη της όταν ένιωθε πως κοκκίνιζε. Φοβόταν πως το ρουζ που είχε βάλει, δεν θα έφτανε για να καλύψει την ντροπή της απ'τα κολακευτικά του λόγια. Βλέμματα που γύριζαν στο χώρο, μα πάντα κατέληγαν να διασταυρώνονται έντονα και να μη ξεκολλάνε, μαγνητάκι και ψυγείο. Προμελετημένα αγγίγματα που φάνταζαν τυχαία και έκαιγαν παρά το άβολο τους. Και εκεί που της μιλούσε χάθηκε. Πάλι ερωτεύτηκε, σκέφτηκε. Σαν ίωση. Κάθε φορά τα ίδια συμπτώματα. Και θα παραμένω άρρωστη μέχρι να βρεθεί το παυσίπονο που θα με ...